- ακαθησιά
- και -σίαβλ. ακαθισιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακαθισιά — και σία, η 1. συνεχής ορθοστασία 2. συνεχής κίνηση, απασχόληση 3. φιλοπονία, φιλεργία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ορθή γραφή είναι ακαθισιά, με ι (όχι ακαθησιά), όπως φαίνεται από την ετυμολογική προέλευση τής λέξης από α στερητ. + καθισιά < ἐκάθισα, αόριστος … Dictionary of Greek